Tuesday, January 16, 2007

Με ένα τσιγάρο

Είχα μιλήσει με τη Λούσυ στο τηλέφωνο και
κανονίσαμε να βρεθούμε το επόμενο απόγευμα για καφέ. Αλλά επειδή με τις γυναίκες ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, ενώ περίμενα τη Λούσυ στο Clemente πίνοντας τον espresso μου, χτυπάει το ρημαδοκινητό για να ακουστεί η φωνή της αγχωμένη να μου λέει ότι θα αργήσει τουλάχιστον μια ώρα.
Πλήρωσα τον καφέ και σηκώθηκα να φύγω. Κατηφόρισα την Πανεπιστημίου χαζεύοντας τους ανθρώπους που περνούσαν δίπλα μου. Πάντα μου αρέσει να το κάνω αυτό. Έβλεπα τα άδεια απλανή βλέμματα και τις κατηφείς φάτσες. Ήταν ένα πολύ κρύο απόγευμα και οι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι, καμπουριασμένοι, κλεισμένοι στα καβούκια τους. Τα καβούκια αυτά ήταν παλτά, μπουφάν, κουκούλες. Όλα μου φαινόντουσαν μαύρα. Δεν έβλεπα πουθενά χρώμα. Δύο νόστιμες κοπελίτσες πέρασαν δίπλα μου φλυαρώντας και γελώντας. Ντυμένες κι αυτές με μαύρα μπουφάν. Πολύ μαύρο σε αυτή τη πόλη τελικά! Είχα φτάσει απέναντι από τα προπύλαια, όταν τον είδα. Ή μάλλον αυτός με είδε πρώτος.
Εκεί στον πεζόδρομο της Κοραή πετάχτηκε μπροστά μου λέγοντας: Φίλε σου βρίσκεται ένα τσιγάρο?
Ναι βέβαια, απάντησα και έβγαλα από την κωλότσεπη του τζιν μου το πακέτο με τα Gitanes. Άπλωσε το ισχνό του χέρι και τράβηξε ένα τσιγάρο. Το έφερε κοντά στη μύτη του και πήρε βαθειά αναπνοή αφήνοντας έναν ήχο ικανοποίησης. Φίλε με κάνεις ευτυχισμένο, είπε καθώς του έδινα φωτιά. Από τα πιο μπάνικα τσιγάρα. Καθώς τράβαγε την πρώτη τζούρα και κατάπινε τον καπνό αναπνέοντας τον συγχρόνως με μεγάλη ικανοποίηση, τον έκοψα από πάνω ως κάτω. Νέος το πολύ 30άρης, πολύ ισχνός, με ένα κάτωχρο πρόσωπο, βαθουλωμένα μάγουλα και
παράξενα πυρετώδη μάτια. Καστανά μελιά μου φάνηκαν. Φορούσε ένα γκρι παλτό μακρύ ως τους αστραγάλους και ξεκούμπωτο. Ένα μαύρο στενό παντελόνι και μαύρο παλιό πουλόβερ. Παρά τα παλιά φθαρμένα ρούχα και την ατημέλητη εμφάνιση ο τύπος αυτός απέπνεε έναν αέρα αριστοκρατικό. Σαν ξεπεσμένος πρίγκηπας. Είχε τη γοητεία κάποιου ξεπεσμένου αριστοκράτη που σε μια νύχτα είδε τη ζωή του να καταστρέφεται. Ενώ κανονικά θα προσπερνούσα αφού του έδωσα τσιγάρο και φωτιά τα βήματα μου με είχαν ακινητοποιήσει και τα μάτια μου είχαν καρφωθεί επάνω του να τον παρακολουθούν να απολαμβάνει με μεγάλη ικανοποίηση τον εκλεκτό καπνό.
Φίλε να κεράσω ένα καφέ? Τον ρώτησα αυθόρμητα. Με κοίταξε παραξενεμένος κι ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του. Μια σειρά από όμορφα λευκά δόντια αποκαλύφτηκαν και αυτό με εντυπωσίασε δεδομένου ότι κάτι τέτοιοι τύποι συχνά παρουσιάζονται με χαλασμένα και κίτρινα δόντια από την ανέχεια και την έλλειψη υγιεινής.
Σίγουρα θέλεις να κεράσεις καφέ? Ρώτησε. Ναι καφέ και τίποτα άλλο, είπα σκεφτόμενος ότι θα είχαν δει πολλά τα μάτια του με διάφορες προσφορές από διάφορους τύπους. Μπήκα σε καφέ του πεζόδρομου και πήρα δυο καφέδες. Κάτσαμε έξω στα τραπεζάκια ενώ το κρύο άρχιζε να τσούζει. Μετά από τις δυο τρείς πρώτες γουλιές από τον καυτό καφέ και από μερικές ρουφηξιές από το δεύτερο gitanes άρχισε να μου ανοίγει τη καρδιά του. Είχε μπλέξει από μικρός με ναρκωτικά αλλά το τελευταίο εξάμηνο ήταν καθαρός. Γονείς μεγαλοαστοί, με τους οποίους είχε κόψει κάθε δεσμό. Δούλευε περιστασιακά σαν μουσικός αλλά είχε καιρό τώρα να δουλέψει, κανείς δεν τον έπαιρνε. Έμενε σε ένα δωμάτιο φιλοξενούμενος, κάπου στη Μαυρομιχάλη κοντά στην Αλεξάνδρας και προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Ποτέ δεν ζητούσε λεφτά από ξένους, ποτέ δεν ζητιάνευε. Μόνο κανένα τσιγάρο ζητούσε περιστασιακά όταν ξέμενε. Δεν θέλω ελεημοσύνη φίλε μου, είπε. Δουλειά θέλω.

Η ψυχή μου μαύριζε όσο μου μίλαγε. Χιλιάδες σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου. Η ζωή είναι πράγματι γεμάτη από χαμένες ψυχές, γεμάτη από Ρασκόλνικωφ και Μάρικ. Φεύγοντας του άφησα όλο το πακέτο. Του άφησα και το τηλέφωνο μου. Κι ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. Φίλε μείνε καθαρός και όλα θα πάνε καλά. Να είσαι σίγουρος.

Είχε περάσει η ώρα και σε λίγο θα έφτανε η Λούσυ. Το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Έχει γούστο να ξαναπάρει να πει πως δεν μπορεί, σκεφτόμουν. Αλλά εκείνη τη στιγμή η ψιλόλιγνη φιγούρα της Λούσυ ξεπρόβαλλε από τη γωνία. Με το στενό της τζιν και τις ίσιες μπότες και κουκουλωμένη σε ένα σκούρο μοντγκόμερυ. Κάτι χαριτωμένες ξανθές τουφίτσες πέταγαν μέσα από την κουκούλα.

Καλησπέρα. Τι διαβολόκρυο είναι αυτό! Περίμενες πολύ? Συγγνώμη.
Δεν τρέχει κάστανο. Πέρασα μια χαρά. Έχω όρεξη για σινεμά, πάμε? Πρότεινα.
Μέσα, είπε η Λούσυ και κατεβήκαμε στο Άστυ. «Οι ζωές των άλλων» ήταν το κατάλληλο φιλμ για κείνη τη βραδυά.
Μέχρι πριν από λίγο μίλαγα με την μαύρη και απαισιόδοξη πλευρά της ζωής.
Τώρα με τη Λούσυ μίλαγα με την όμορφη και φωτεινή!

Tuesday, January 02, 2007

Καλή Χρονιά!

Όλοι οι αγαπημένοι ήρωες του θεατρικού ρεπερτορίου με πρώτον από όλους τον Σκόλνικ (Ρασκόλνικωφ) κι εγώ μαζί τους σας ευχόμαστε να έχετε μια ευλογημένη και ευτυχισμένη χρονιά.
Γνώρισα έναν τυπά, έναν άστεγο αλλά πολύ ενδιαφέροντα τύπο.
Καπνίσαμε μαζί και τα είπαμε. Θέλω να γράψω για αυτόν τον άνθρωπο.
Αύριο στο υπόσχομαι πως θα γράψω.
Το χρωστάω και σε αυτόν.
Και σε μένα.
Και σε σένα.