Wednesday, May 30, 2007
Μοναχικός, αλλά όχι ακέφαλος, καβαλάρης
Μια εβδομάδα πριν.
Πράξη πρώτη:
Γυρίζω αργά από το γαμοπάρτυ, με hiccups και το κεφάλι καζάνι από την τεκίλα. Μη με ρωτήσεις γιατί πήγα. Γιατί πάνε όλοι του σιναφιού μου σε πάρτυ? Για δημόσιες σχέσεις και γκομενίτσες. Εντάξει, έχω ξεπεράσει εδώ και χρόνια την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μου. Τώρα περνάω φάση μάλλον βαριά, καθώς βρίσκομαι και στην «ομάδα». Την ραϊχική ομάδα, που με ελαφρύνει από τα τραύματα που είναι καταχωνιασμένα στο υποσυνείδητο και μέχρι τώρα έκαναν το όλο μου σύστημα να σφυρίζει αδιάφορα, ότι όλα πάνε καλά. Εργασιοθεραπεία, ρόλοι, διασκέδαση, έρωτας και όλα καλά, όλα ανθηρά. Ώσπου ένα ωραίο πρωί, όλη αυτή η απώθηση άρχισε να παίρνει τη μορφή σωματικού πόνου. Κράμπες στο στομάχι, δύσπνοια, ζαλάδες. Ο δάσκαλος ήταν ξεκάθαρος. Όλη η συσσωρευμένη οργή του παιδιού έπρεπε να βγει στην επιφάνεια. Όχι άλλες απωθήσεις. Και ο θυμός και η οργή και το μίσος είναι υγιή συναισθήματα. Και μετά με τη συγχώρεση έρχεται η γαλήνη. Έπρεπε να συγχωρέσω τη μητέρα, γιατί παντρεύτηκε άλλον άντρα και με έβαλε-νόμιζα-σε δεύτερη μοίρα. Έπρεπε να συγχωρέσω τον πατέρα, γιατί με άφησε. Και θεωρούσα ότι εγώ έφταιγα που έφυγε, πάντα εγώ θα έφταιγα και πάντα κάποιος ή κάποια θα έφευγε από κοντά μου τη στιγμή ακριβώς, που θα τους είχα περισσότερη ανάγκη.
Πράξη δεύτερη:
Κατευθύνομαι στο μπάνιο και βάζω το κεφάλι κάτω από τον βρύση. Τρέχει το νερό, αναζωογονητικό πάνω μου και με συνεφέρει κάπως. Σταματά και ο λόξυγκας. Σκουπίζομαι και πάω στην κουζίνα. Φτιάχνω μια τεράστια κούπα καφέ και αράζω στον καναπέ του καθιστικού, το οποίο είναι παρεμπιπτόντως στα μαύρα του τα χάλια. Η καημένη η Σβετλάνα μεθαύριο θα πάθει εγκεφαλικό. Μηχανικά ανοίγω την τελεβιζιόνε και κάνω τρελό και ασύστολο ζάπινγκ. Δεν υπάρχει τίποτα να με κρατήσει πάνω από 2 λεπτά σε κάποιο κανάλι. Την κλείνω. Γαμώ το, θέλω να μιλήσω με κάποιον. Αλλά είναι πολύ αργά. Ποιος έχει τη διάθεση να μιλήσει μες τα μαύρα μεσάνυχτα με έναν βαρεμένο, όπως εγώ? Δεν πάει στην ευχή, θα κάνω μια προσπάθεια. Παίρνω τον Βασίλη. Έλα, ρε τι έγινε? Ακούγεται νυσταγμένος και ανήσυχος. Έλα, ρε τι κάνεις? Μη μου πεις, ότι την έπεσες από τώρα! Πήρα μήπως ήθελες να κάνουμε καμιά τσάρκα. Πας καλά αγόρι μου? Ξέρεις τι ώρα είναι? Κλείνω γιατί αύριο έχω ξύπνημα στις 6. Τζίφος. Παίρνω τη Λουκία. Το σηκώνει μετά από πολλή ώρα. Έλα βρε, εγώ είμαι, την καλοπιάνω γιατί είναι σίγουρο, ότι το βρισίδι δεν το γλιτώνω. Έλα, ρε Μιχάλη, συμβαίνει κάτι? Όχι, να πήρα να σε ακούσω. Με ακούς αύριο. Κοιμάμαι τώρα, καληνύχτα. Μπαμ! Το ακουστικό κλείνει στα μούτρα μου.
Πράξη Τρίτη:
Ωραίοι φίλοι! Μωρέ κατάσταση! Και πες, ότι εγώ ήμουν στα πρόθυρα του απονενοημένου. Ρε σεις, έτσι θα με αφήνατε? Ου! Να μου χαθείτε! Από την άλλη πάλι, 3 η ώρα τα άγρια χαράματα, ποιος έχει το κουράγιο να πιάνει συζήτηση, όταν μάλιστα την άλλη μέρα πρέπει να φροντίσει για τα του οίκου του και για τις δικές του υποθέσεις? Τέλος πάντων βρικολακιάζω όλη την υπόλοιπη νύχτα και σκέφτομαι, να μια τέλεια ευκαιρία να ξαναδιαβάσω τους «Βρικόλακες» του Ίψεν, που μετά την πρώτη ψύχωσή μου τον Φιοντόρ, είναι η αμέσως επόμενη. Συγχρόνως βάζω να παίζει και ο Αντρέ Σενιέ, που είναι η αγαπημένη μου όπερα, μετά την Αΐντα, φυσικά, την οποίαν θα αγοράσω αυτό το καλοκαίρι. Κάπου γύρο στις 6 κι ενώ είχε αρχίσει η κίνηση του δρόμου έκλεισαν τα μάτια μου κάτω από το γλυκό βάρος του Μορφέα. Κατά τις 12 μισή πετάγομαι έντρομος από το κουδούνισμα του κινητού μου. Ήταν η γλυκιά φωνή της Λουκίας. Μωρέ, με συγχωρείς για χτες, αλλά μες τον ύπνο μου, ούτε που συνειδητοποίησα ότι ήσουν εσύ. Ελπίζω να μην ήθελες κάτι επείγον! Όχι, μόνο να αυτοκτονήσω. Πλάκα κάνω! Α, να χαθείς, τρελοκομείο! Μη με ξανατρομάξεις, σε έφαγα! Ξέρεις, είμαι στο […τάδε βιβλιοπωλείο] και χαζεύω τα θεατρικά. Έλεγα να σού πάρω, αν δεν το έχεις τους Βρικόλακες του Ίψεν. Το έχεις? Όχι, πάρε μου το! Οk, και βρισκόμαστε μες τη βδομάδα να στο δώσω. Το έχω ήδη, αλλά ευκαιρία να βγω για καφέ ή να πάμε σινεμά με τη Λουκία. Κλείνω το τηλέφωνο και ξανακοιμάμαι. Πόση ώρα? Μία? Δύο? Κάτι τέτοιο. Ξανακουδουνίζει το αναθεματισμένο επίμονα. Ναι? Έλα, ρε, εγώ είμαι. Σώωωπα! Έλα, ρε άσε το δούλεμα. Πήρα να δω τι κάνεις κι αν έχεις φάει. Ο Βασίλης, ο φίλος μου με φροντίζει σε δύσκολους καιρούς και το ίδιο κάνω κι εγώ. Του λέω ότι ακόμα κοιμάμαι, μετά το χτεσινό hangover και λαβαίνω το δωράκι. Έρχομαι από κει, με πίτσες και χυμούς. Θέλεις τίποτα άλλο? Ναι, αγορίνα, θέλω. Οικογενειακό παρφέ σοκολάτα-βανίλια. Για παγωτό μιλάμε, ε? Έγινε, λέει ο Βασίλης, σε μια ώρα είμαι εκεί.
Πράξη τέταρτη:
Τελικά με αγαπούν οι φίλοι μου. Κι εγώ τους αγαπάω. Πολύ, όμως. Όλα μπορώ να τα στερηθώ, αλλά τους φίλους μου όχι. Εν τω μεταξύ, αύριο θα πάω να δω τη μητέρα μου. Είναι η πρώτη φορά που θα τη δω, αφ’ ότου άρχισα με την ομάδα. Έχω αγωνία για τον τρόπο που θα αντιμετωπίσω την κατάσταση. Νομίζω ότι έχω μια μεγάλη και σοβαρή συζήτηση να κάνω μαζί της. Παλιά χρωστούμενα, ανοιχτοί λογαριασμοί.
Αγωνιώ.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
Μιχαήλ μου, καλησπέρα!
Πολύ όμορφο και συγκινητικό ποστ!
Και μεγάλη ανανέωση, βλέπω.
Έτσι είναι οι φίλοι, για να μάς αγαπούν και να μάς ταλαιπωρούν.
Φιλιά!
Ναι γλυκιά μου. Κι εγώ μπορώ να υποστώ όλες τις ταλαιπωρίες απο σένα. Έτσι είναι όταν κάποιος είναι σημαντικός για σένα. Στέκεσαι δίπλα του και του κρατάς το χέρι, του δίνεις δύναμη και του ξαναφέρνεις το χαμόγελο στα χείλη. Όσες φορές χρειαστεί Λούσυ μου θα είμαι εκεί και θα είσαι κι εσύ.
Post a Comment