Ένα από τα αγαπημένα μου γκρουπάκια!
Saturday, December 08, 2007
Tuesday, July 17, 2007
Διακοπές
θάλασσα, ήλιος, φως, αμμουδιές, βράχια, ελληνικά νησιά, Αιγαίο Πέλαγος σούρχομαι!
Κουφονήσια, Ηρακλειά, Δονούσα, Σχοινούσα, και μετά Ιθάκη, Παξοί και Νότια Κρήτη!
θα λιάζομαι και θα κολυμπάω όλη μέρα. Και χωρίς δείκτη προστασίας!
Κουφονήσια, Ηρακλειά, Δονούσα, Σχοινούσα, και μετά Ιθάκη, Παξοί και Νότια Κρήτη!
θα λιάζομαι και θα κολυμπάω όλη μέρα. Και χωρίς δείκτη προστασίας!
Tuesday, June 19, 2007
The Sound of the Trees
Στον δηλητηριώδη κισσό Lucy
because
I have miles to go before I sleep, and miles to go before I sleep...
Robert Frost
The Sound of the Trees
I wonder about the trees.
Why do we wish to bear
Forever the noise of these
More than another noise
So close to our dwelling place?
We suffer them by the day
Till we lose all measure of pace,
And fixity in our joys,
And acquire a listening air.
They are that that talks of going
But never gets away;
And that talks no less for knowing,
As it grows wiser and older,
That now it means to stay.
My feet tug at the floor
And my head sways to my shoulder
Sometimes when I watch trees sway,
From the window or the door.
I shall set forth for somewhere,
I shall make the reckless choice
Some day when they are in voice
And tossing so as to scare
The white clouds over them on.
I shall have less to say,
But I shall be gone.
[Ο ποιητής που αγαπάς]
because
I have miles to go before I sleep, and miles to go before I sleep...
Robert Frost
The Sound of the Trees
I wonder about the trees.
Why do we wish to bear
Forever the noise of these
More than another noise
So close to our dwelling place?
We suffer them by the day
Till we lose all measure of pace,
And fixity in our joys,
And acquire a listening air.
They are that that talks of going
But never gets away;
And that talks no less for knowing,
As it grows wiser and older,
That now it means to stay.
My feet tug at the floor
And my head sways to my shoulder
Sometimes when I watch trees sway,
From the window or the door.
I shall set forth for somewhere,
I shall make the reckless choice
Some day when they are in voice
And tossing so as to scare
The white clouds over them on.
I shall have less to say,
But I shall be gone.
[Ο ποιητής που αγαπάς]
Wednesday, May 30, 2007
Μοναχικός, αλλά όχι ακέφαλος, καβαλάρης
Μια εβδομάδα πριν.
Πράξη πρώτη:
Γυρίζω αργά από το γαμοπάρτυ, με hiccups και το κεφάλι καζάνι από την τεκίλα. Μη με ρωτήσεις γιατί πήγα. Γιατί πάνε όλοι του σιναφιού μου σε πάρτυ? Για δημόσιες σχέσεις και γκομενίτσες. Εντάξει, έχω ξεπεράσει εδώ και χρόνια την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μου. Τώρα περνάω φάση μάλλον βαριά, καθώς βρίσκομαι και στην «ομάδα». Την ραϊχική ομάδα, που με ελαφρύνει από τα τραύματα που είναι καταχωνιασμένα στο υποσυνείδητο και μέχρι τώρα έκαναν το όλο μου σύστημα να σφυρίζει αδιάφορα, ότι όλα πάνε καλά. Εργασιοθεραπεία, ρόλοι, διασκέδαση, έρωτας και όλα καλά, όλα ανθηρά. Ώσπου ένα ωραίο πρωί, όλη αυτή η απώθηση άρχισε να παίρνει τη μορφή σωματικού πόνου. Κράμπες στο στομάχι, δύσπνοια, ζαλάδες. Ο δάσκαλος ήταν ξεκάθαρος. Όλη η συσσωρευμένη οργή του παιδιού έπρεπε να βγει στην επιφάνεια. Όχι άλλες απωθήσεις. Και ο θυμός και η οργή και το μίσος είναι υγιή συναισθήματα. Και μετά με τη συγχώρεση έρχεται η γαλήνη. Έπρεπε να συγχωρέσω τη μητέρα, γιατί παντρεύτηκε άλλον άντρα και με έβαλε-νόμιζα-σε δεύτερη μοίρα. Έπρεπε να συγχωρέσω τον πατέρα, γιατί με άφησε. Και θεωρούσα ότι εγώ έφταιγα που έφυγε, πάντα εγώ θα έφταιγα και πάντα κάποιος ή κάποια θα έφευγε από κοντά μου τη στιγμή ακριβώς, που θα τους είχα περισσότερη ανάγκη.
Πράξη δεύτερη:
Κατευθύνομαι στο μπάνιο και βάζω το κεφάλι κάτω από τον βρύση. Τρέχει το νερό, αναζωογονητικό πάνω μου και με συνεφέρει κάπως. Σταματά και ο λόξυγκας. Σκουπίζομαι και πάω στην κουζίνα. Φτιάχνω μια τεράστια κούπα καφέ και αράζω στον καναπέ του καθιστικού, το οποίο είναι παρεμπιπτόντως στα μαύρα του τα χάλια. Η καημένη η Σβετλάνα μεθαύριο θα πάθει εγκεφαλικό. Μηχανικά ανοίγω την τελεβιζιόνε και κάνω τρελό και ασύστολο ζάπινγκ. Δεν υπάρχει τίποτα να με κρατήσει πάνω από 2 λεπτά σε κάποιο κανάλι. Την κλείνω. Γαμώ το, θέλω να μιλήσω με κάποιον. Αλλά είναι πολύ αργά. Ποιος έχει τη διάθεση να μιλήσει μες τα μαύρα μεσάνυχτα με έναν βαρεμένο, όπως εγώ? Δεν πάει στην ευχή, θα κάνω μια προσπάθεια. Παίρνω τον Βασίλη. Έλα, ρε τι έγινε? Ακούγεται νυσταγμένος και ανήσυχος. Έλα, ρε τι κάνεις? Μη μου πεις, ότι την έπεσες από τώρα! Πήρα μήπως ήθελες να κάνουμε καμιά τσάρκα. Πας καλά αγόρι μου? Ξέρεις τι ώρα είναι? Κλείνω γιατί αύριο έχω ξύπνημα στις 6. Τζίφος. Παίρνω τη Λουκία. Το σηκώνει μετά από πολλή ώρα. Έλα βρε, εγώ είμαι, την καλοπιάνω γιατί είναι σίγουρο, ότι το βρισίδι δεν το γλιτώνω. Έλα, ρε Μιχάλη, συμβαίνει κάτι? Όχι, να πήρα να σε ακούσω. Με ακούς αύριο. Κοιμάμαι τώρα, καληνύχτα. Μπαμ! Το ακουστικό κλείνει στα μούτρα μου.
Πράξη Τρίτη:
Ωραίοι φίλοι! Μωρέ κατάσταση! Και πες, ότι εγώ ήμουν στα πρόθυρα του απονενοημένου. Ρε σεις, έτσι θα με αφήνατε? Ου! Να μου χαθείτε! Από την άλλη πάλι, 3 η ώρα τα άγρια χαράματα, ποιος έχει το κουράγιο να πιάνει συζήτηση, όταν μάλιστα την άλλη μέρα πρέπει να φροντίσει για τα του οίκου του και για τις δικές του υποθέσεις? Τέλος πάντων βρικολακιάζω όλη την υπόλοιπη νύχτα και σκέφτομαι, να μια τέλεια ευκαιρία να ξαναδιαβάσω τους «Βρικόλακες» του Ίψεν, που μετά την πρώτη ψύχωσή μου τον Φιοντόρ, είναι η αμέσως επόμενη. Συγχρόνως βάζω να παίζει και ο Αντρέ Σενιέ, που είναι η αγαπημένη μου όπερα, μετά την Αΐντα, φυσικά, την οποίαν θα αγοράσω αυτό το καλοκαίρι. Κάπου γύρο στις 6 κι ενώ είχε αρχίσει η κίνηση του δρόμου έκλεισαν τα μάτια μου κάτω από το γλυκό βάρος του Μορφέα. Κατά τις 12 μισή πετάγομαι έντρομος από το κουδούνισμα του κινητού μου. Ήταν η γλυκιά φωνή της Λουκίας. Μωρέ, με συγχωρείς για χτες, αλλά μες τον ύπνο μου, ούτε που συνειδητοποίησα ότι ήσουν εσύ. Ελπίζω να μην ήθελες κάτι επείγον! Όχι, μόνο να αυτοκτονήσω. Πλάκα κάνω! Α, να χαθείς, τρελοκομείο! Μη με ξανατρομάξεις, σε έφαγα! Ξέρεις, είμαι στο […τάδε βιβλιοπωλείο] και χαζεύω τα θεατρικά. Έλεγα να σού πάρω, αν δεν το έχεις τους Βρικόλακες του Ίψεν. Το έχεις? Όχι, πάρε μου το! Οk, και βρισκόμαστε μες τη βδομάδα να στο δώσω. Το έχω ήδη, αλλά ευκαιρία να βγω για καφέ ή να πάμε σινεμά με τη Λουκία. Κλείνω το τηλέφωνο και ξανακοιμάμαι. Πόση ώρα? Μία? Δύο? Κάτι τέτοιο. Ξανακουδουνίζει το αναθεματισμένο επίμονα. Ναι? Έλα, ρε, εγώ είμαι. Σώωωπα! Έλα, ρε άσε το δούλεμα. Πήρα να δω τι κάνεις κι αν έχεις φάει. Ο Βασίλης, ο φίλος μου με φροντίζει σε δύσκολους καιρούς και το ίδιο κάνω κι εγώ. Του λέω ότι ακόμα κοιμάμαι, μετά το χτεσινό hangover και λαβαίνω το δωράκι. Έρχομαι από κει, με πίτσες και χυμούς. Θέλεις τίποτα άλλο? Ναι, αγορίνα, θέλω. Οικογενειακό παρφέ σοκολάτα-βανίλια. Για παγωτό μιλάμε, ε? Έγινε, λέει ο Βασίλης, σε μια ώρα είμαι εκεί.
Πράξη τέταρτη:
Τελικά με αγαπούν οι φίλοι μου. Κι εγώ τους αγαπάω. Πολύ, όμως. Όλα μπορώ να τα στερηθώ, αλλά τους φίλους μου όχι. Εν τω μεταξύ, αύριο θα πάω να δω τη μητέρα μου. Είναι η πρώτη φορά που θα τη δω, αφ’ ότου άρχισα με την ομάδα. Έχω αγωνία για τον τρόπο που θα αντιμετωπίσω την κατάσταση. Νομίζω ότι έχω μια μεγάλη και σοβαρή συζήτηση να κάνω μαζί της. Παλιά χρωστούμενα, ανοιχτοί λογαριασμοί.
Αγωνιώ.
Thursday, April 05, 2007
Βίλελμ Ράιχ
Εχτές είχα μια αξέχαστη εμπειρία με ένα πολύ σημαντικό άνθρωπο, Ραϊχικό αναλυτή, που δουλεύει με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, καταφέρνοντας να φέρει στην επιφάνεια τα απωθημένα συναισθήματα, βοηθώντας με την μέθοδο της μεταβίβασης.
Το ξέρω, ότι ο όρος Ραϊχικός (ψυχ)αναλυτής είναι παρεξηγημένος στην Ελλάδα. Στην ουσία όμως υπάρχει διστακτικότητα σε σχέση με το ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα και τα ευρήματα μετά από μια συνεδρία. Υπάρχει η προκατάληψη και η τάση να αγνοείται το υποσυνείδητο σαν ένας τομέας ο οποίος δεν ανήκει στην δικαιοδοσία μας. Όμως στην διάρκεια των συνεδριών, στις οποίες συμμετέχουν αρκετά άτομα, η δυνατότητα να φωτιστούν αόρατες πτυχές της προσωπικότητάς μας και τα αίτια συμπεριφορών μας, αυξάνεται δραματικά σε αντίθεση με το «κουκούλωμα» που η δομή και η εξέλιξη της προσωπικότητάς μας υφίσταται στην καθημερινότητα.
Ήδη για τον ρόλο που μελετάω στο παρόν, οι συνεδρίες αυτές μου άνοιξαν και μου φώτισαν νέους δρόμους και μια νέα διεργασία εσωτερικής ανίχνευσης έχει δρομολογηθεί. Νιώθω πολύ δυνατός τώρα, με την πολύτιμη δύναμη που χαρίζει η γνώση, η οποία είναι ένα πεδίο που δύσκολα κατακτάται σε βάθος και πλάτος. Πάντα ήταν σημαντική η κατάκτηση της γνώσης των αιτίων για μένα. Διερευνώ μέσα στους ρόλους, την διαρκή πάλη του υποκειμένου για γνώση τω αιτίων και των αιτιατών των πράξεων των δικών του και των άλλων, γιατί το απλό «έτσι» δεν αρκεί και δεν στοιχειοθετεί επαρκή λόγο, πόσο μάλλον ικανοποιητική απάντηση! Στην συνεδρία ήταν όλοι νέοι, ο μεγαλύτερος ήταν γύρο στα 30. Όλοι, σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, απόλυτα επιτυχημένοι και έχοντας βρει τον τομέα δραστηριότητας και έκφρασής τους.
Παρ’ όλη την επιφανειακή αρμονία και προσαρμοστικότητα στους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες, σε όλους μας και στον καθένα από εμάς σιγοκαίει ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Εγώ έχω ήδη βρει την οδό, στην οποία θα διοχετεύσω την λάβα του ηφαιστείου μου, κι αυτή η οδός είναι αυτό που έχω επιλέξει να κάνω, ηθοποιία δηλαδή ψυχοθεραπεία. Ένας λογιστής, ένας δημοσιογράφος ή ένας τραπεζιτικός όμως δεν έχει πολλές εναλλακτικές. Θα επανέλθω στο θέμα αυτό καθόσον το εκτιμώ σημαντικό για την προσωπική ολοκλήρωση και την συμμετοχή στα υγιώς κοινωνικά δρώμενα.
Το ξέρω, ότι ο όρος Ραϊχικός (ψυχ)αναλυτής είναι παρεξηγημένος στην Ελλάδα. Στην ουσία όμως υπάρχει διστακτικότητα σε σχέση με το ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα και τα ευρήματα μετά από μια συνεδρία. Υπάρχει η προκατάληψη και η τάση να αγνοείται το υποσυνείδητο σαν ένας τομέας ο οποίος δεν ανήκει στην δικαιοδοσία μας. Όμως στην διάρκεια των συνεδριών, στις οποίες συμμετέχουν αρκετά άτομα, η δυνατότητα να φωτιστούν αόρατες πτυχές της προσωπικότητάς μας και τα αίτια συμπεριφορών μας, αυξάνεται δραματικά σε αντίθεση με το «κουκούλωμα» που η δομή και η εξέλιξη της προσωπικότητάς μας υφίσταται στην καθημερινότητα.
Ήδη για τον ρόλο που μελετάω στο παρόν, οι συνεδρίες αυτές μου άνοιξαν και μου φώτισαν νέους δρόμους και μια νέα διεργασία εσωτερικής ανίχνευσης έχει δρομολογηθεί. Νιώθω πολύ δυνατός τώρα, με την πολύτιμη δύναμη που χαρίζει η γνώση, η οποία είναι ένα πεδίο που δύσκολα κατακτάται σε βάθος και πλάτος. Πάντα ήταν σημαντική η κατάκτηση της γνώσης των αιτίων για μένα. Διερευνώ μέσα στους ρόλους, την διαρκή πάλη του υποκειμένου για γνώση τω αιτίων και των αιτιατών των πράξεων των δικών του και των άλλων, γιατί το απλό «έτσι» δεν αρκεί και δεν στοιχειοθετεί επαρκή λόγο, πόσο μάλλον ικανοποιητική απάντηση! Στην συνεδρία ήταν όλοι νέοι, ο μεγαλύτερος ήταν γύρο στα 30. Όλοι, σε πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, απόλυτα επιτυχημένοι και έχοντας βρει τον τομέα δραστηριότητας και έκφρασής τους.
Παρ’ όλη την επιφανειακή αρμονία και προσαρμοστικότητα στους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες, σε όλους μας και στον καθένα από εμάς σιγοκαίει ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Εγώ έχω ήδη βρει την οδό, στην οποία θα διοχετεύσω την λάβα του ηφαιστείου μου, κι αυτή η οδός είναι αυτό που έχω επιλέξει να κάνω, ηθοποιία δηλαδή ψυχοθεραπεία. Ένας λογιστής, ένας δημοσιογράφος ή ένας τραπεζιτικός όμως δεν έχει πολλές εναλλακτικές. Θα επανέλθω στο θέμα αυτό καθόσον το εκτιμώ σημαντικό για την προσωπική ολοκλήρωση και την συμμετοχή στα υγιώς κοινωνικά δρώμενα.
Διελκυστίνδα
Πώς να αντισταθώ και να μην υποκύψω στην ευγενική αυτή πρόσκληση?
Λούσυ μου παρόλο το τρέξιμο και την πίεση που αυτό τον καιρό με καταδιώκουν, θα χρησιμοποιήσω τις λέξεις σου και θα αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη. Με ευνόησες δίνοντάς μου 2 ομάδες λέξεων, οπότε θα διαλέξω τη δεύτερη.
Ροδόσταμο, αποσπερίτης, διελκυστίνδα, φουριόζα, βενεδικτίνος
Η όμορφη Συλβί τον κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια και μετά γύρισε το κεφάλι αλλού. Άλλες φορές τα χείλη της έσταζαν μέλι και ροδόσταμο, αλλά τώρα έχυνε δηλητήριο και χολή! Τον κατηγορούσε ότι την είχε προδώσει, ότι πήγε με άλλη, ότι έβρισκε σε άλλη αγκαλιά την ηδονή που κάποτε του χάριζε μόνο εκείνη. Όταν ο Ζακ προσπάθησε να την καλμάρει, του πέταξε κατάμουτρα μια βρισιά και φουριόζα βγήκε από το δωμάτιο. Είχε αφήσει όμως επάνω στο τραπέζι τις φωτογραφίες του, που ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες ότι βρισκόταν γυμνός στην αγκαλιά της Φρανσουάζ. Οι φωτογραφίες τον έδειχναν να είναι βυθισμένος μέσα στο ροδαλό αιδοίο της και να της κάνει παθιασμένο έρωτα. Αισθανόταν ότι ήταν το τρόπαιο σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε δυο πολύ σέξι και όμορφες γυναίκες. Τις ήθελε και τις δύο. Την Φρανσουάζ δεν την είχε χορτάσει ακόμα, ήθελε να την παίρνει παντού, σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε απόμερα δρομάκια, μέσα στο αυτοκίνητο. Το μυαλό του ήταν κολλημένο σε κείνη όλη την ώρα, κάθε λεπτό της ημέρας. Δίκαια η Συλβί είχε γίνει έξαλλη και απειλούσε θεούς και δαίμονες, παρ’ όλο που ποτέ δεν της είχε υποσχεθεί τίποτα για το μέλλον. Η ερωτική του επιθυμία για την Φρανσουάζ ήταν πιο δυνατή από όλα τα υπόλοιπα. Έτσι δεν δίστασε ούτε στιγμή και την πήρε τηλέφωνο να βρεθούν το ίδιο βράδυ στην μικρή πανσιόν «Αποσπερίτης». Δεν έδινε μια για την ζήλια της Συλβί και για τις φωτογραφίες. Δεν έβλεπε την ώρα να αγκαλιάσει το καυλωτικό κορμί της Φρανσουάζ και να της κάνει έρωτα όλη τη νύχτα. Εκείνο που τον καύλωνε περισσότερο σε αυτήν ήταν ότι του δινόταν ολοκληρωτικά και χωρίς ενοχές. Ήταν η μόνη γυναίκα που τον άναβε με το που την έβλεπε. Όλα είχαν αρχίσει σε κείνο το μασκέ πάρτι, όπου η Φρανσουάζ ήταν ντυμένη σαν βενεδικτίνος μοναχός. Εκείνο το βράδυ την ξεμονάχιασε, αφού του αποκάλυψε πρώτα την γυναικεία της φύση κάτω από τα ράσα και της έκανε έρωτα χωμένος κάτω από το μαύρο ένδυμα και σφίγγοντας τα σφιχτά της κολομέρια. Ήταν το ωραιότερο σεξ της ζωής του. Κι απόψε πάλι τον περίμενε. Μπήκε στο μπάνιο να ντουσαριστεί, σφυρίζοντας ευτυχισμένος!
Λούσυ μου παρόλο το τρέξιμο και την πίεση που αυτό τον καιρό με καταδιώκουν, θα χρησιμοποιήσω τις λέξεις σου και θα αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη. Με ευνόησες δίνοντάς μου 2 ομάδες λέξεων, οπότε θα διαλέξω τη δεύτερη.
Ροδόσταμο, αποσπερίτης, διελκυστίνδα, φουριόζα, βενεδικτίνος
Η όμορφη Συλβί τον κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια και μετά γύρισε το κεφάλι αλλού. Άλλες φορές τα χείλη της έσταζαν μέλι και ροδόσταμο, αλλά τώρα έχυνε δηλητήριο και χολή! Τον κατηγορούσε ότι την είχε προδώσει, ότι πήγε με άλλη, ότι έβρισκε σε άλλη αγκαλιά την ηδονή που κάποτε του χάριζε μόνο εκείνη. Όταν ο Ζακ προσπάθησε να την καλμάρει, του πέταξε κατάμουτρα μια βρισιά και φουριόζα βγήκε από το δωμάτιο. Είχε αφήσει όμως επάνω στο τραπέζι τις φωτογραφίες του, που ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες ότι βρισκόταν γυμνός στην αγκαλιά της Φρανσουάζ. Οι φωτογραφίες τον έδειχναν να είναι βυθισμένος μέσα στο ροδαλό αιδοίο της και να της κάνει παθιασμένο έρωτα. Αισθανόταν ότι ήταν το τρόπαιο σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε δυο πολύ σέξι και όμορφες γυναίκες. Τις ήθελε και τις δύο. Την Φρανσουάζ δεν την είχε χορτάσει ακόμα, ήθελε να την παίρνει παντού, σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε απόμερα δρομάκια, μέσα στο αυτοκίνητο. Το μυαλό του ήταν κολλημένο σε κείνη όλη την ώρα, κάθε λεπτό της ημέρας. Δίκαια η Συλβί είχε γίνει έξαλλη και απειλούσε θεούς και δαίμονες, παρ’ όλο που ποτέ δεν της είχε υποσχεθεί τίποτα για το μέλλον. Η ερωτική του επιθυμία για την Φρανσουάζ ήταν πιο δυνατή από όλα τα υπόλοιπα. Έτσι δεν δίστασε ούτε στιγμή και την πήρε τηλέφωνο να βρεθούν το ίδιο βράδυ στην μικρή πανσιόν «Αποσπερίτης». Δεν έδινε μια για την ζήλια της Συλβί και για τις φωτογραφίες. Δεν έβλεπε την ώρα να αγκαλιάσει το καυλωτικό κορμί της Φρανσουάζ και να της κάνει έρωτα όλη τη νύχτα. Εκείνο που τον καύλωνε περισσότερο σε αυτήν ήταν ότι του δινόταν ολοκληρωτικά και χωρίς ενοχές. Ήταν η μόνη γυναίκα που τον άναβε με το που την έβλεπε. Όλα είχαν αρχίσει σε κείνο το μασκέ πάρτι, όπου η Φρανσουάζ ήταν ντυμένη σαν βενεδικτίνος μοναχός. Εκείνο το βράδυ την ξεμονάχιασε, αφού του αποκάλυψε πρώτα την γυναικεία της φύση κάτω από τα ράσα και της έκανε έρωτα χωμένος κάτω από το μαύρο ένδυμα και σφίγγοντας τα σφιχτά της κολομέρια. Ήταν το ωραιότερο σεξ της ζωής του. Κι απόψε πάλι τον περίμενε. Μπήκε στο μπάνιο να ντουσαριστεί, σφυρίζοντας ευτυχισμένος!
Tuesday, February 27, 2007
Τα 5 μου
Η Λούσυ μου έστειλε μια παράξενη πρόσκληση. Να μιλήσω για τον εαυτό μου. Είμαι ηθοποιός και σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου για τον εαυτό μου μιλαγα, σε μια ενδοσκοπική και αυτοψυχαναλυτική διαδικασία. Επαφή με τον εσώτερο εαυτό. Αν δεν υπάρχει αυτή η επαφή και αυτό το ψυχολογικό γδάρσιμο, δεν κάνεις τίποτα. Αν δεν ακούσεις τις φωνές μέσα σου είσαι ένα τίποτα. Μια μεγάλη αποτυχία.
θα σταχυολογήσω αυτά που νομίζω ότι θα ήθελαν να με ρωτήσουν οι φίλοι μου, πριν συνειδητοποιήσουν ότι ταιριάζουμε και ότι θα γίνουμε φίλοι, γιατί είναι αναπόφευκτο.
Νούμερο ένα: Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών και φέρω νωπά τα τραύματα της παιδικής μου ηλικίας, προσπαθώντας να τα ξορκίσω μέσω των ρόλων.
Νούμερο δυο: Έχω όνειρα, πολλά όνειρα. Η τραγωδία μου είναι ότι ξέρω πως τα περισσότερα είναι απλώς μη πραγματοποιήσιμα.
Νούμερο τρία: Παίζω μπάσο και drums. Τώρα μαθαίνω σαξόφωνο.
Νούμερο τέσσερα: Κάνω τον καλύτερο καφέ της πόλης.
Νούμερο πέντε: Δεν χαλάω ποτέ χατίρι σε αγαπημένα πρόσωπα.
Λούσυ μου, δεν έχω πέντε πρόσωπα να προτείνω, αν θέλεις πρότεινε εσύ για μένα.
θα σταχυολογήσω αυτά που νομίζω ότι θα ήθελαν να με ρωτήσουν οι φίλοι μου, πριν συνειδητοποιήσουν ότι ταιριάζουμε και ότι θα γίνουμε φίλοι, γιατί είναι αναπόφευκτο.
Νούμερο ένα: Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών και φέρω νωπά τα τραύματα της παιδικής μου ηλικίας, προσπαθώντας να τα ξορκίσω μέσω των ρόλων.
Νούμερο δυο: Έχω όνειρα, πολλά όνειρα. Η τραγωδία μου είναι ότι ξέρω πως τα περισσότερα είναι απλώς μη πραγματοποιήσιμα.
Νούμερο τρία: Παίζω μπάσο και drums. Τώρα μαθαίνω σαξόφωνο.
Νούμερο τέσσερα: Κάνω τον καλύτερο καφέ της πόλης.
Νούμερο πέντε: Δεν χαλάω ποτέ χατίρι σε αγαπημένα πρόσωπα.
Λούσυ μου, δεν έχω πέντε πρόσωπα να προτείνω, αν θέλεις πρότεινε εσύ για μένα.
Tuesday, January 16, 2007
Με ένα τσιγάρο
Είχα μιλήσει με τη Λούσυ στο τηλέφωνο και
κανονίσαμε να βρεθούμε το επόμενο απόγευμα για καφέ. Αλλά επειδή με τις γυναίκες ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, ενώ περίμενα τη Λούσυ στο Clemente πίνοντας τον espresso μου, χτυπάει το ρημαδοκινητό για να ακουστεί η φωνή της αγχωμένη να μου λέει ότι θα αργήσει τουλάχιστον μια ώρα.
Πλήρωσα τον καφέ και σηκώθηκα να φύγω. Κατηφόρισα την Πανεπιστημίου χαζεύοντας τους ανθρώπους που περνούσαν δίπλα μου. Πάντα μου αρέσει να το κάνω αυτό. Έβλεπα τα άδεια απλανή βλέμματα και τις κατηφείς φάτσες. Ήταν ένα πολύ κρύο απόγευμα και οι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι, καμπουριασμένοι, κλεισμένοι στα καβούκια τους. Τα καβούκια αυτά ήταν παλτά, μπουφάν, κουκούλες. Όλα μου φαινόντουσαν μαύρα. Δεν έβλεπα πουθενά χρώμα. Δύο νόστιμες κοπελίτσες πέρασαν δίπλα μου φλυαρώντας και γελώντας. Ντυμένες κι αυτές με μαύρα μπουφάν. Πολύ μαύρο σε αυτή τη πόλη τελικά! Είχα φτάσει απέναντι από τα προπύλαια, όταν τον είδα. Ή μάλλον αυτός με είδε πρώτος.
Εκεί στον πεζόδρομο της Κοραή πετάχτηκε μπροστά μου λέγοντας: Φίλε σου βρίσκεται ένα τσιγάρο?
Ναι βέβαια, απάντησα και έβγαλα από την κωλότσεπη του τζιν μου το πακέτο με τα Gitanes. Άπλωσε το ισχνό του χέρι και τράβηξε ένα τσιγάρο. Το έφερε κοντά στη μύτη του και πήρε βαθειά αναπνοή αφήνοντας έναν ήχο ικανοποίησης. Φίλε με κάνεις ευτυχισμένο, είπε καθώς του έδινα φωτιά. Από τα πιο μπάνικα τσιγάρα. Καθώς τράβαγε την πρώτη τζούρα και κατάπινε τον καπνό αναπνέοντας τον συγχρόνως με μεγάλη ικανοποίηση, τον έκοψα από πάνω ως κάτω. Νέος το πολύ 30άρης, πολύ ισχνός, με ένα κάτωχρο πρόσωπο, βαθουλωμένα μάγουλα και
παράξενα πυρετώδη μάτια. Καστανά μελιά μου φάνηκαν. Φορούσε ένα γκρι παλτό μακρύ ως τους αστραγάλους και ξεκούμπωτο. Ένα μαύρο στενό παντελόνι και μαύρο παλιό πουλόβερ. Παρά τα παλιά φθαρμένα ρούχα και την ατημέλητη εμφάνιση ο τύπος αυτός απέπνεε έναν αέρα αριστοκρατικό. Σαν ξεπεσμένος πρίγκηπας. Είχε τη γοητεία κάποιου ξεπεσμένου αριστοκράτη που σε μια νύχτα είδε τη ζωή του να καταστρέφεται. Ενώ κανονικά θα προσπερνούσα αφού του έδωσα τσιγάρο και φωτιά τα βήματα μου με είχαν ακινητοποιήσει και τα μάτια μου είχαν καρφωθεί επάνω του να τον παρακολουθούν να απολαμβάνει με μεγάλη ικανοποίηση τον εκλεκτό καπνό.
Φίλε να κεράσω ένα καφέ? Τον ρώτησα αυθόρμητα. Με κοίταξε παραξενεμένος κι ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του. Μια σειρά από όμορφα λευκά δόντια αποκαλύφτηκαν και αυτό με εντυπωσίασε δεδομένου ότι κάτι τέτοιοι τύποι συχνά παρουσιάζονται με χαλασμένα και κίτρινα δόντια από την ανέχεια και την έλλειψη υγιεινής.
Σίγουρα θέλεις να κεράσεις καφέ? Ρώτησε. Ναι καφέ και τίποτα άλλο, είπα σκεφτόμενος ότι θα είχαν δει πολλά τα μάτια του με διάφορες προσφορές από διάφορους τύπους. Μπήκα σε καφέ του πεζόδρομου και πήρα δυο καφέδες. Κάτσαμε έξω στα τραπεζάκια ενώ το κρύο άρχιζε να τσούζει. Μετά από τις δυο τρείς πρώτες γουλιές από τον καυτό καφέ και από μερικές ρουφηξιές από το δεύτερο gitanes άρχισε να μου ανοίγει τη καρδιά του. Είχε μπλέξει από μικρός με ναρκωτικά αλλά το τελευταίο εξάμηνο ήταν καθαρός. Γονείς μεγαλοαστοί, με τους οποίους είχε κόψει κάθε δεσμό. Δούλευε περιστασιακά σαν μουσικός αλλά είχε καιρό τώρα να δουλέψει, κανείς δεν τον έπαιρνε. Έμενε σε ένα δωμάτιο φιλοξενούμενος, κάπου στη Μαυρομιχάλη κοντά στην Αλεξάνδρας και προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Ποτέ δεν ζητούσε λεφτά από ξένους, ποτέ δεν ζητιάνευε. Μόνο κανένα τσιγάρο ζητούσε περιστασιακά όταν ξέμενε. Δεν θέλω ελεημοσύνη φίλε μου, είπε. Δουλειά θέλω.
Η ψυχή μου μαύριζε όσο μου μίλαγε. Χιλιάδες σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου. Η ζωή είναι πράγματι γεμάτη από χαμένες ψυχές, γεμάτη από Ρασκόλνικωφ και Μάρικ. Φεύγοντας του άφησα όλο το πακέτο. Του άφησα και το τηλέφωνο μου. Κι ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. Φίλε μείνε καθαρός και όλα θα πάνε καλά. Να είσαι σίγουρος.
Είχε περάσει η ώρα και σε λίγο θα έφτανε η Λούσυ. Το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Έχει γούστο να ξαναπάρει να πει πως δεν μπορεί, σκεφτόμουν. Αλλά εκείνη τη στιγμή η ψιλόλιγνη φιγούρα της Λούσυ ξεπρόβαλλε από τη γωνία. Με το στενό της τζιν και τις ίσιες μπότες και κουκουλωμένη σε ένα σκούρο μοντγκόμερυ. Κάτι χαριτωμένες ξανθές τουφίτσες πέταγαν μέσα από την κουκούλα.
Καλησπέρα. Τι διαβολόκρυο είναι αυτό! Περίμενες πολύ? Συγγνώμη.
Δεν τρέχει κάστανο. Πέρασα μια χαρά. Έχω όρεξη για σινεμά, πάμε? Πρότεινα.
Μέσα, είπε η Λούσυ και κατεβήκαμε στο Άστυ. «Οι ζωές των άλλων» ήταν το κατάλληλο φιλμ για κείνη τη βραδυά.
Μέχρι πριν από λίγο μίλαγα με την μαύρη και απαισιόδοξη πλευρά της ζωής.
Τώρα με τη Λούσυ μίλαγα με την όμορφη και φωτεινή!
κανονίσαμε να βρεθούμε το επόμενο απόγευμα για καφέ. Αλλά επειδή με τις γυναίκες ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, ενώ περίμενα τη Λούσυ στο Clemente πίνοντας τον espresso μου, χτυπάει το ρημαδοκινητό για να ακουστεί η φωνή της αγχωμένη να μου λέει ότι θα αργήσει τουλάχιστον μια ώρα.
Πλήρωσα τον καφέ και σηκώθηκα να φύγω. Κατηφόρισα την Πανεπιστημίου χαζεύοντας τους ανθρώπους που περνούσαν δίπλα μου. Πάντα μου αρέσει να το κάνω αυτό. Έβλεπα τα άδεια απλανή βλέμματα και τις κατηφείς φάτσες. Ήταν ένα πολύ κρύο απόγευμα και οι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι, καμπουριασμένοι, κλεισμένοι στα καβούκια τους. Τα καβούκια αυτά ήταν παλτά, μπουφάν, κουκούλες. Όλα μου φαινόντουσαν μαύρα. Δεν έβλεπα πουθενά χρώμα. Δύο νόστιμες κοπελίτσες πέρασαν δίπλα μου φλυαρώντας και γελώντας. Ντυμένες κι αυτές με μαύρα μπουφάν. Πολύ μαύρο σε αυτή τη πόλη τελικά! Είχα φτάσει απέναντι από τα προπύλαια, όταν τον είδα. Ή μάλλον αυτός με είδε πρώτος.
Εκεί στον πεζόδρομο της Κοραή πετάχτηκε μπροστά μου λέγοντας: Φίλε σου βρίσκεται ένα τσιγάρο?
Ναι βέβαια, απάντησα και έβγαλα από την κωλότσεπη του τζιν μου το πακέτο με τα Gitanes. Άπλωσε το ισχνό του χέρι και τράβηξε ένα τσιγάρο. Το έφερε κοντά στη μύτη του και πήρε βαθειά αναπνοή αφήνοντας έναν ήχο ικανοποίησης. Φίλε με κάνεις ευτυχισμένο, είπε καθώς του έδινα φωτιά. Από τα πιο μπάνικα τσιγάρα. Καθώς τράβαγε την πρώτη τζούρα και κατάπινε τον καπνό αναπνέοντας τον συγχρόνως με μεγάλη ικανοποίηση, τον έκοψα από πάνω ως κάτω. Νέος το πολύ 30άρης, πολύ ισχνός, με ένα κάτωχρο πρόσωπο, βαθουλωμένα μάγουλα και
παράξενα πυρετώδη μάτια. Καστανά μελιά μου φάνηκαν. Φορούσε ένα γκρι παλτό μακρύ ως τους αστραγάλους και ξεκούμπωτο. Ένα μαύρο στενό παντελόνι και μαύρο παλιό πουλόβερ. Παρά τα παλιά φθαρμένα ρούχα και την ατημέλητη εμφάνιση ο τύπος αυτός απέπνεε έναν αέρα αριστοκρατικό. Σαν ξεπεσμένος πρίγκηπας. Είχε τη γοητεία κάποιου ξεπεσμένου αριστοκράτη που σε μια νύχτα είδε τη ζωή του να καταστρέφεται. Ενώ κανονικά θα προσπερνούσα αφού του έδωσα τσιγάρο και φωτιά τα βήματα μου με είχαν ακινητοποιήσει και τα μάτια μου είχαν καρφωθεί επάνω του να τον παρακολουθούν να απολαμβάνει με μεγάλη ικανοποίηση τον εκλεκτό καπνό.
Φίλε να κεράσω ένα καφέ? Τον ρώτησα αυθόρμητα. Με κοίταξε παραξενεμένος κι ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό του. Μια σειρά από όμορφα λευκά δόντια αποκαλύφτηκαν και αυτό με εντυπωσίασε δεδομένου ότι κάτι τέτοιοι τύποι συχνά παρουσιάζονται με χαλασμένα και κίτρινα δόντια από την ανέχεια και την έλλειψη υγιεινής.
Σίγουρα θέλεις να κεράσεις καφέ? Ρώτησε. Ναι καφέ και τίποτα άλλο, είπα σκεφτόμενος ότι θα είχαν δει πολλά τα μάτια του με διάφορες προσφορές από διάφορους τύπους. Μπήκα σε καφέ του πεζόδρομου και πήρα δυο καφέδες. Κάτσαμε έξω στα τραπεζάκια ενώ το κρύο άρχιζε να τσούζει. Μετά από τις δυο τρείς πρώτες γουλιές από τον καυτό καφέ και από μερικές ρουφηξιές από το δεύτερο gitanes άρχισε να μου ανοίγει τη καρδιά του. Είχε μπλέξει από μικρός με ναρκωτικά αλλά το τελευταίο εξάμηνο ήταν καθαρός. Γονείς μεγαλοαστοί, με τους οποίους είχε κόψει κάθε δεσμό. Δούλευε περιστασιακά σαν μουσικός αλλά είχε καιρό τώρα να δουλέψει, κανείς δεν τον έπαιρνε. Έμενε σε ένα δωμάτιο φιλοξενούμενος, κάπου στη Μαυρομιχάλη κοντά στην Αλεξάνδρας και προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Ποτέ δεν ζητούσε λεφτά από ξένους, ποτέ δεν ζητιάνευε. Μόνο κανένα τσιγάρο ζητούσε περιστασιακά όταν ξέμενε. Δεν θέλω ελεημοσύνη φίλε μου, είπε. Δουλειά θέλω.
Η ψυχή μου μαύριζε όσο μου μίλαγε. Χιλιάδες σκέψεις πέρναγαν από το μυαλό μου. Η ζωή είναι πράγματι γεμάτη από χαμένες ψυχές, γεμάτη από Ρασκόλνικωφ και Μάρικ. Φεύγοντας του άφησα όλο το πακέτο. Του άφησα και το τηλέφωνο μου. Κι ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. Φίλε μείνε καθαρός και όλα θα πάνε καλά. Να είσαι σίγουρος.
Είχε περάσει η ώρα και σε λίγο θα έφτανε η Λούσυ. Το κρύο γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Έχει γούστο να ξαναπάρει να πει πως δεν μπορεί, σκεφτόμουν. Αλλά εκείνη τη στιγμή η ψιλόλιγνη φιγούρα της Λούσυ ξεπρόβαλλε από τη γωνία. Με το στενό της τζιν και τις ίσιες μπότες και κουκουλωμένη σε ένα σκούρο μοντγκόμερυ. Κάτι χαριτωμένες ξανθές τουφίτσες πέταγαν μέσα από την κουκούλα.
Καλησπέρα. Τι διαβολόκρυο είναι αυτό! Περίμενες πολύ? Συγγνώμη.
Δεν τρέχει κάστανο. Πέρασα μια χαρά. Έχω όρεξη για σινεμά, πάμε? Πρότεινα.
Μέσα, είπε η Λούσυ και κατεβήκαμε στο Άστυ. «Οι ζωές των άλλων» ήταν το κατάλληλο φιλμ για κείνη τη βραδυά.
Μέχρι πριν από λίγο μίλαγα με την μαύρη και απαισιόδοξη πλευρά της ζωής.
Τώρα με τη Λούσυ μίλαγα με την όμορφη και φωτεινή!
Tuesday, January 02, 2007
Καλή Χρονιά!
Όλοι οι αγαπημένοι ήρωες του θεατρικού ρεπερτορίου με πρώτον από όλους τον Σκόλνικ (Ρασκόλνικωφ) κι εγώ μαζί τους σας ευχόμαστε να έχετε μια ευλογημένη και ευτυχισμένη χρονιά.
Γνώρισα έναν τυπά, έναν άστεγο αλλά πολύ ενδιαφέροντα τύπο.
Καπνίσαμε μαζί και τα είπαμε. Θέλω να γράψω για αυτόν τον άνθρωπο.
Αύριο στο υπόσχομαι πως θα γράψω.
Το χρωστάω και σε αυτόν.
Και σε μένα.
Και σε σένα.
Γνώρισα έναν τυπά, έναν άστεγο αλλά πολύ ενδιαφέροντα τύπο.
Καπνίσαμε μαζί και τα είπαμε. Θέλω να γράψω για αυτόν τον άνθρωπο.
Αύριο στο υπόσχομαι πως θα γράψω.
Το χρωστάω και σε αυτόν.
Και σε μένα.
Και σε σένα.
Subscribe to:
Posts (Atom)